- δερματοφόρος
- δερμᾰτο-φόρος, ον,A clothed in skins, Str.16.4.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δερματοφόρος — δερματοφόρος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα ή προβιά … Dictionary of Greek
δερματοφόροι — δερματοφόρος clothed in skins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek